φουχτίζω

φουχτίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φουχτίζω" в других словарях:

  • φουχτίζω — φουκτίζω, ΝΜ βλ. χουφτίζω …   Dictionary of Greek

  • φουχτίζω — φούχτισα, και χουφτίζω χούφτισα, μτβ., φουχτώνω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χουφτίζω — φουκτίζω, ΝΜ, και φουχτίζω Ν χουφτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χούφτα] …   Dictionary of Greek

  • χούφτα — η / φοῡκτα, ΝΜ, και φούχτα και φούκτα Ν η παλάμη τού χεριού μισόκλειστη, το κοίλο τού χεριού νεοελλ. 1. η ποσότητα που χωράει στην παλάμη τού χεριού («μια χούφτα ρύζι») 2. πολύ μικρός αριθμός («μια χούφτα άνθρωποι») 3. λαβή, ιδίως σπαθιού («και… …   Dictionary of Greek

  • φουχτιάζω — φούχτιασα, χούφτιασα, και χουφτιάζω μτβ., φουχτίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χουφτιάζω — και φουχτιάζω και χουφτίζω και φουχτίζω αρπάζω με τη χούφτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»